-
1 σχῆμα
σχῆμα, τό, wie das lat. habitus, – a) Haltung, Stellung, Miene, Gestalt; Aesch. Spt. 479; ϑηρός, Eur. Rhes. 209; λεαίνης, Hel. 385; μορφῆς σχήματα, I. T. 292; τρίγωνον, Pol. 1, 42, 3; die Schlachtordnung, Xen. An. 1, 10, 10. – b) übh. die ganze Art zu sein, sich zu zeigen, der äußere Anstand, der Aufzug, σχῆμα μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει, Soph. Phil. 223; τύραννον σχῆμ' ἔχων, Ant. 1154; auch ὦ σχῆμα πέτρας δίπυλον, 940; ἐς ἄλλο σχῆμ' ἀποστάντες βίου, Eur. Med. 1039; Ar. u. in Prosa: σχῆμα πολιτείας, Plat. Polit. 291 d; τὸ τῆς ϑεοῦ σχῆμα καὶ ἄγαλμα, Critia. 110 b, u. öfter; ἄφοβον σχῆμα δεικνύναι, Xen. Cyr. 6, 4, 20; bes. auch vornehme, stolze Haltung, edler, würdevoller Anstand, Prunk, τῆς ἀρχῆς, Plat. Legg. III, 685 c; τὸ σὸν σχῆμα ὃ σὺ περιβέβλησαι, Xen. Oec. 2, 4; οὐ κατὰ σχῆμα φέρειν τι, nicht mit Anstand tragen, Pol. 3, 85, 9. – Dah. der äußere Schein, Vorwand, Thuc. 8, 89; σχήματι ξενίας, Plut. Dio 16; auch die Rolle, μεταβαλεῖν τὸ σχῆμα, Plat. Alc. I, 135 d; von Dingen, Zustand, πόλεως, Thuc. 6, 89. – Bei Thieren = Rüstung, Geschirr, Zeug, Xen. u. A. – Bei den Rhett. und Gramm. rhetorische u. grammatische Figur, Rede- und Wortfigur; auch die Darstellung einer Versart durch die Länge- und Kürzezeichen. – Uebh. Grundriß, Entwurf, Plat. Rep. II, 365 c.
-
2 σχῆμα
A form, shape, figure, E. Ion 238, Ar.V. 1170, Pl.R. 601a, Thphr.Ign.52, etc.;καθ' Ἡρακλέα τὸ σ. καὶ τὸ λῆμ' ἔχων Ar.Ra. 463
;διερεισαμένη τὸ σ. τῇ βακτηρίᾳ Id.Ec. 150
;Ἱππομέδοντος σ. καὶ μέγας τύπος A.Th. 488
: in Trag. freq. in periphr., ὦ σ. πέτρας, = πέτρα, S.Ph. 952;σ. καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων E.Med. 1072
;σ. δόμων Id.Alc. 911
(anap.), cf. Hec. 619; Ἀσιάτιδος γῆς ς. Id.Andr.1: in pl., of one person, φωτὸς κακούργου σχήματ' Id.Fr. 210; μορφῆς σχῆμα or σχήματα, Id. Ion 992, IT 292, cf. IG3.1417.14;τὴν αὐτὴν τοῦ σ. μορφήν Arist.PA 640b34
(but ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων, opp. σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος, Ep.Phil.2.6 and 8);τὰ σ. καὶ χρώματα Pl.R. 373b
;σχήμασι καὶ χρώμασι μιμεῖσθαι Arist.Po. 1447a19
; κατὰ χρόαν ἢ ὄγκον ἢ σ. [τοῦ προσώπου] Gal.18(2).309; ὅσα παθήματα γίνεται ἀπὸ σχημάτων caused by peculiar conformations, Hp.VM22.b atom, imagined as differing from other atoms mainly in shape,ἐκ περιφερῶν συγκεῖσθαι σχημάτων Democr.
ap. Thphr.Sens.65; ἐκ μεγάλων σ. καὶ πολυγωνίων ib.66, cf. 67,al., Od.64.2 appearance, opp. the reality, οὐδὲν ἄλλο πλὴν.. ς. a mere outside, E.Fr.25, cf. 360.27, Pl.R. 365c; show, pretence,ἦν δὲ τοῦτο.. σ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Th.8.89
;οὐ σχήμασι, ἀλλὰ ἀληθείᾳ Pl.Epin. 989c
; σχήματι ξενίας under the show of.., Plu. Dio16, etc.3 bearing, air, mien, Hdt.1.60;τύραννον σ. ἔχειν S.Ant. 1169
; ἄφοβον δεικνὺς ς. X.Cyr.6.4.20; ταπεινὸν ς. ib.5.1.5; ὑπηρέτου ς. D.23.210;τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ Id.21.72
; ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίς ματι φαιδρός gestures, X.Ap.27, cf. Mem. 3.10.5; esp. outside show, pomp, τὸ τῆς ἀρχῆς ς. Pl.Lg. 685c; dignity, rank, οὐ κατὰ σ. φέρειν τι in a manner not dignified or seemly, Plb.3.85.9, cf. 5.56.1, Plu.2.44a, 631c, Luc.Peregr.25; πρεσβείας, ἱερείας ς., Aristid.1.490 J., Inscr.Olymp.941; ἔχει τι ς., c. inf., there's something to be said for.., E.Tr. 470, cf. IA 983; of the stately air of a horse, X.Eq.1.8,7.10.4 fashion, manner,ἑτέρῳ σ. ζητεῖν Hp.VM2
; σ. μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει fashion of dress, S.Ph. 223;σ. τοῦ κόσμου E.Ba. 832
, 1 Ep.Cor.7.31; σ. βίου, μάχης, E.Med. 1039, Ph. 252 (lyr.); τούτῳ.. κατῴκουν τῷ ς. Pl.Criti. 112d.b dress, equipment,ἀρχαίῳ σ. λαμπρός Ar.Eq. 1331
; βαβαιὰξ τοῦ ς. Id.Ach.64, cf. X.Oec.2.4, Theoc.10.35, App.BC1.16; τὸ τῆς πορφύρας ς., = Lat. latus clavus, IGRom.3.1422 ([place name] Prusias); ἐν τῷ σ. ἱερέ[ως] ib. 69.17 (ibid., cf. Glotta 14.80), cf.Sammelb.7449.10 (V A.D.), PLond.5.1729.25 (vi A.D.).5 character, role, μεταβαλεῖν τὸ ς. Pl.Alc.1.135d;πάντα σ. ποιεῖν Id.R. 576a
;ἐν μητρὸς σχήματι Id.Lg. 918e
, cf. 859a; ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτῶν ς. to recover their proper character, X.Cyr.7.1.49.6 character, characteristic propetry of a thing, [ πόλεως] Th.6.89; ; βάσιλείας σ. ἔχει the form of monarchy, Arist.EN 1160b25;τὸ σ. τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον Id.Rh. 1408b21
(but τὰ σ. τῆς λέξεως the forms ( modes) used in poetry, such as entreaty, threat, command, Id.Po. 1456b9); τὰ τῆς κωμῳδίας ς. its characteristic forms, ib. 1448b36; ἐν σχήματι νόμου in form of law, Pl.Lg. 718b; ἐν ἀπολογίας ς. Isoc.15.8; ἐν μύθου ς. Arist.Metaph. 1074b2, cf. Pl.Ti. 22c; τὸ τῆς διαίτης ς. Gal.15.582;αἱ κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοραί Id.19.183
.7 a figure in Dancing, Ar.V. 1485: mostly in pl., figures, gestures (cf. σχημάτιον), E.Cyc. 221, Ar. Pax 323, Pl.Lg. 669d, Epigr. ap. Plu.2.732f, etc.;σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχεῖσθαι X.Smp.7.5
; ἐν.. μουσικῇ καὶ σχήματα.. καὶ μέλη ἔνεστι figures and tunes, Pl.Lg. 655a; also of the postures of an athlete, Isoc.15.183: generally, posture, position, Hp.Off.11, al., Ar. Ra. 538(lyr.), Thphr.Lass.3,14; of the foetus, Sor.2.55; τὸ τῆς κατακλίσεως ς. the patient's attitude as he lies in bed, Gal.16.578, cf. 665; cf.σχηματίζω 11.3
.b Rhet., figure of speech, Pl. Ion 536c, Cic.Brut. 37.141, etc.; [ἡ τοῦ Θουκυδίδου φράσις] πλήρης σχημάτων D.H.Pomp. 5
, cf. Amm.2.2; for σ. Πινδαρικόν, etc., v. Hdn.Fig.p.100S.d τὸ σ. τῆς λέξεως, both the grammatical form of a sentence, Arist.SE 166b10, cf. Gal.16.709, etc.; and its rhythmical form, Arist.Rh.l.c. supr.6, etc.e grammatical form of a word, Hp.Vict.1.23, D.T.635.21, A.D.Pron.17.25,al.8 geometrical figure, Arist.de An. 414b20, al., Onos.10.28;μονωτάτη πάντων ἀριθμῶν δυὰς σχήματος οὐκ ἔστιν ἐπιδεκτική Theol.Ar.7
.d configuration of birds in augury, τοῖς τῶν γυναικῶν σχήμασι σῷ ζεσθαι to be saved by the configurations (of birds) appropriate to women, Gal.15.445.9 in Tactics, military formation, X.An.1.10.10.10 = τὸ αἰδοῖον LXXIs.3.17. -
3 σχημα
- ατος τό [σχεῖν]1) вид, внешность, фигура, наружность Aesch.γνοίη δ΄ ἂν ἀνθρώπου πέρι τὸ σ. ἰδών τις Eur. — видя внешность, можно познать человека
2) осанка, статность(σ. εὐπρεπέστατον Her.)
3) воен. построение, строй (sc. τῆς φάλαγγος Xen.)4) формаσ. πολιτείας Plat. — государственная форма, образ правления;
σ. λέξεως ἔμμετρον Arst. — метрическая форма речи;ἐν σχήματι νόμου Plat. — в форме закона;τὰ τῆς κωμῳδίας σχήματα Arst. — комедийные формы5) лог. фигура силлогизма Arst.6) мат. фигура (sc. τοῦ τριγώνου Arst.)7) грамматическая форма(τῆς λέξεως Arst.)
9) схема, набросок, очерк, эскиз, планπρόθυρα καὴ σ. Plat. — в качестве предварительной схемы
10) внешний вид, видимость(οὐ σχήμασι, ἀλλ΄ ἀληθείᾳ Plat.)
σχήματι ξενίας Plut. — под видом гостеприимства11) образ действий, поведениеἄφοβον σ. δεικνύναι Xen. — выказывать бесстрашие
12) великолепие, пышностьτύραννον σ. ἔχειν Soph. — быть окруженным царским великолепием
13) наряд, одеждаἀρχαίῳ σχήματι λαμπρός Arph. — блистающий старинным нарядом;
ἐν ταπεινῷ σχήματι Xen. — в скромной одежде14) достоинствоκατὰ σ. τέν περιπέτειαν φέρειν Polyb. — с достоинством переносить несчастье;
ὀφρῦν κατὰ σ. κινεῖν Plut. — с важностью поводить бровью15) положение, рольπάντα σχήματα ποιεῖν ὡς οἰκεῖος Plat. — всячески разыгрывать роль близкого друга;
ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτοῦ σχῆμα Xen. — вернуться к своим прежним функциям;ἐν μητρὸς καὴ τροφοῦ σχήματι τιμᾶσθαι Plat. — быть на почетном положении матери и кормилицы16) поэт. ( описательно и плеонастически, без перевода)σ. δόμων Eur. — дом, жилище;
σ. πέτρας Soph. — скала;σ. Ἑλλάδος στολῆς Soph. — греческое одеяние;μορφῆς σ. Eur. — (странное) явление, диковина -
4 πρό-σχημα
πρό-σχημα, τό, das, was man vorhält, das Vorgehaltene; – a) das zum Schmuck Dienende, Zierde, Pracht, wie Soph. die pythischen Kampfspiele πρόσχημα Ἑλλάδος nennt, El. 672, u. Her. 5, 28 πρόσχημα Ἰωνίης von Milet sagt; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστήν, Plat. Rep. VI, 495 c; ὡς ἐπὶ προσχήματός τινος οὖσα, Dem. 59, 41; öfter bei Pol., τῆς οἰκίας, ἀρχῆς, 5, 10, 1. 6, 33, 12; εἰς βασιλικὸν ἦλϑε πρόσχημα, D. Sic. 2, 6. – b) Vorwand, Beschönigung, Deckmantel; οὐδὲν ἄλλο σοι πρόσχημ' ἀεί, Soph. El. 515; πρόσχημα ποιεῖσϑαι, Her. öfter; αὗταί σφι πρόσχημα ἔσαν τοῠ στόλου, 6, 44; λόγου, 6, 133; auch πρόσχημα ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀϑήνας ἐλαύνει, 7, 157, indem er sich stellte, als wollte er gegen Athen ziehen (auch als absol. accus.), zum Vorwand, um einen Vorwand zu haben, 9, 871; Thuc. 5, 30; Lys. 6, 37; Plat. Prot. 316 d vrbdt πρόσχημα ποιεῖσϑαι καὶ προκαλύπ τεσϑαι ποίησιν; vgl. 317 a; auch Einleitung, πρόσχημα δέ μοί ἐστι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῠ λόγου, Hipp. mai. 286 a; ποιεῖσϑαι, Lys. 6, 37; Φίλιππος ὄνομα καὶ πρόσχημα ἦν τοῠ πολέμου, Pol. 11, 6, 4; u. a. Sp.
-
5 πρό-σχημα [2]
πρό-σχημα, τό, das, was man vorhält, das Vorgehaltene; – a) das zum Schmuck Dienende, Zierde, Pracht, wie Soph. die pythischen Kampfspiele πρόσχημα Ἑκλάδος nennt, El. 672, u. Her. 5, 28 πρόσχημα Ἰωνίης von Milet sagt; καλῶν ὀνομάτων καὶ προσχημάτων μεστήν, Plat. Rep. VI, 495 c; ὡς ἐπὶ προσχήματός τινος οὖσα, Dem. 59, 41; öfter bei Pol., τῆς οἰκίας, ἀρχῆς, 5, 10, 1. 6, 33, 12; εἰς βασιλικὸν ἦλϑε πρόσχημα, D. Sic. 2, 6. – b) Vorwand, Beschönigung, Deckmantel; οὐδὲν ἄλλο σοι πρόσχημ' ἀεί, Soph. El. 515; πρόσχημα ποιεῖσϑαι, Her. öfter; αὗταί σφι πρόσχημα ἔσαν τοῦ στόλου, 6, 44; λόγου, 6, 133; auch πρόσχημα ποιεύμενος ὡς ἐπ' Ἀϑήνας ἐλαύνει, 7, 157, indem er sich stellte, als wollte er gegen Athen ziehen (auch als absol. accus.), zum Vorwand, um einen Vorwand zu haben, 9, 871; Thuc. 5, 30; Lys. 6, 37; Plat. Prot. 316 d vrbdt πρόσχημα ποιεῖσϑαι καὶ προκαλύπτεσϑαι ποίησιν; vgl. 317 a; auch Einleitung, πρόσχημα δέ μοί ἐστι καὶ ἀρχὴ τοιάδε τις τοῦ λόγου, Hipp. mai. 286 a; ποιεῖσϑαι, Lys. 6, 37; Φίλιππος ὄνομα καὶ πρόσχημα ἦν τοῦ πολέμου, Pol. 11, 6, 4; u. a. Sp.
-
6 ὑπογράφω
A write under an inscription, subjoin or add to it, τῇ στήλῃ ὑ. ὅτι οὐκ ἐνέμειναν τοῖς ὅρκοις" Th.5.56;τὰς πόλεις.. ὧν εἷς ἕκαστός ἐστιν IG22.237.34
; ὁ ὑπογεγραμμένος the undermentioned, CIG 1957g (Maced.), cf. PTeb.61 (a).10, al. (ii B. C.);ἐπὶ τῶν ὑπογεγραμμένων μαρτύρων PAvrom.1
A 7 (i B. C.; but κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα as has been indicated (above), PCair.Zen. 173.10 (iii B. C.), v. infr. 11.4).2 sign, subscribe,τὸ ψήφισμα αὐτοῦ ὑπέγραψα Hyp.Eux.30
, cf. PTeb. 35.11 (ii B. C.):—[voice] Med., ὑ. τὰς καταβολάς sign and so make oneself liable for the payment, D.Ep.3.40; τοὺς ἵππους ἰδίους ὑ. signed his name as their owner, D.S.13.74 codd. (better ἀπεγράψατο as Peiresc and Plu.Alc.12); ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαί με having accused me of plotting, D.37.23 (v.l. in 23.220); ὑ. κρίσεις τινί lodge accusations against one, Plb.22.4.6 (s. v.l.);ὑ. τὴν ἀντωμοσίαν κατά τινος Them.Or.26.313c
; bring an accusation against one, .II write under, i.e. trace letters for children to write over,οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι Pl.Prt. 326d
: metaph., ἡ πόλις νόμους ὑ. traces out laws as guides of action, ibid., cf. Lg. 734e: abs., πάντα ὑ. τῷ πράττειν give all directions for acting, ib. 711b; ᾗ ἡμεῖς ὑ. as we sketched out, Id.Tht. 171e: folld. by relat. clause, τοὺς.. ὑπογράψαντας τίνα τρόπον .. Phld.Mus.p.86 K.2 trace in outline, sketch out,οἱ γραφεῖς ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ ζῷον Arist.GA 743b24
;καθάπερ ζωγράφον ὑ. ἔργα Pl.Lg. 934c
;ὡς λόγῳ σχῆμα πολιτείας ὑπογράψαντα μὴ ἀκριβῶς ἀπεργάσασθαι Id.R. 548c
;ὑ. τοῖς ἐξεργάζεσθαι καὶ διαπονεῖν δυναμένοις Isoc.5.85
; sketch,τὸ σχῆμα τῆς Σικελίας Plu.Nic.12
; mark on a map,πόλεις Ptol.Geog.1.18.5
:—[voice] Med., οἷον δή τις ναυπηγὸς.. καταβαλλόμενος τὰ τροπιδεῖα ὑπογράφεται τῶν πλοιων σχήματα has their forms traced out, Pl.Lg. 803a;ὑ. τὸ σχῆμα τῆς πολιτείας Id.R. 501a
;ὑ. σκιάν Poll. 7.129
(v.l.):—[voice] Pass., τὰ ὑπογεγραμμένα the symptoms described, Hp. Epid.1.3, cf. 19, Phld.Piet.19.3 σπληνίσκος ὑπογεγραμμένος ἱππέα with an outline sketch of a horseman upon it, Michel 832.24 (Samos, iv B. C.).4 metaph. senses taken from 11.1, 11.2, trace, indicate,τοῖς τιμιωτέροις ὑπέγραψεν ἡ φύσις τὴν βοήθειαν Arist.PA 658a23
;τὰς δύο φλέβας.. ἡ φύσις ὑπέγραψεν Id.GA 740a28
; ; ὑπογράφων αὐτῷ μεγάλας ἐλπίδας hinting at.., Plb.5.36.2, cf. 5.62.1, Aët.9.42;ἐλπίδα παραιτήσεως ὑπογράφει θεῶν διὰ τιμῆς Epicur.Ep.3p.65U.
; τὴν αὐτὴν ἀπορίαν ὑπογράφουσιν present or suggest the same problem, Str.17.1.34; indicate,τὸν χαρακτῆρα τῆς λέξεως D.H.Dem.40
;τὴν μετὰ κίσσαν ἐπιμέλειαν Sor.1.54
: c. dupl. acc.,νομάδας αὐτοὺς ὑπογράφων Str.1.1.6
:—[voice] Pass., was traced,Epicur.
Ep.3p.59U.; μέχρι τοῦ πρῶτον ὑπογραφέντος αὐτοῖς χνοῦ till the first signs of their beard appeared, Luc.Am.10.5 [voice] Med., describe generally,ὑ. τὴν διόρθωσιν τοῦ νόμου D.S.12.18
:— [voice] Pass., τύπῳ.. ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς (impers.) Arist.de An. 413a10, cf. SE 181a2.III [voice] Med., ὑ ἑαυτῷ εἰς μνήμην c. inf., make a memorandum that.., App.Pun. 136.IV [voice] Med., pledge, mortgage,ὑπογράψονται τὼς χώρως Tab.Heracl.1.149
.V ὑπογράφειν or - γράφεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς paint under the eyelids, Nic. Dam.4 J., J.BJ4.9.10, Poll.5.102, Luc.Bis Acc.31;ὑπεγέγραπτο τοὺς ὀφθαλμούς Ath.12.529a
: abs.,ὑπογεγραμμένη Ar.Fr. 880
, Hsch.; cf. ,ὑπόγραμμα 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπογράφω
-
7 προκάλυμμα
2 covering, as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b
.3 metaph., screen, cloak,ἁμαρτανομένων λόγοι.. π. γίγνονται Th.3.67
;τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι Jahresh. 23
Beibl. 285 ([place name] Ephesus);τῆς ἐπιβουλῆς J.BJ5.3.1
;τῆς βδελυρίας Luc.
Pseudol.31;π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.Merc.Cond.5
; γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή, in jaundice, Aret.SD1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκάλυμμα
-
8 εμβολον
τό и ἔμβολος ὅ1) клин, pl. засовы, запоры2) корабельный нос(χαλκόστομος Aesch.; παίειν τοῖς ἐμβόλοις Thuc.)
αἱ νῆες ἀπεστράφατο τοὺς ἐμβόλους Her. — у кораблей были сворочены (на сторону) носы;лат. rostra) — ростральная трибуна3) клинообразный боевой порядок(τὸ ἔμβολον ποιήσασθαι Xen.; τὸ σχῆμα τῆς τάξεως ἔ. Polyb.)
4) клинообразная полоса, коса(τῆς χώρης Her.)
5) архит. поперечный брус, антаблемент(λάϊνα κίοσιν ἔμβολα Eur.)
-
9 ἐκτέμνω
ἐκτέμνω, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ἐκτάμνω (as always in Hom.), [tense] fut. - τεμῶ: [tense] aor. 2 ἐξέταμον (v. infr.) or - έτεμον S.Tr. 1196, Ar.Ra. 575: [tense] fut. [tense] perf.Aἐκτετμήσομαι Pl.R. 564c
, Ph.1.458:—cut out,μηροὺς ἐξέταμον Il.1.460
, etc.; μηροῦ ἔκταμ' ὀϊστόν cut an arrow from the thigh, 11.829, cf. 515;ἐ. γλῶσσαν Hdt.9.112
;ἐ. τὸν λάρυγγά τινος Ar.Ra. 575
; of a surgeon, cut out a diseased part, Pl.R. 564c ([voice] Pass.);σχῆμα τῆς γῆς Arist.Mete. 362a35
.2 cut trees out of a wood, cut down, Il. 12.149, S.Tr. 1196 ; also of planks, etc., hew out, hew into shape,ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν Il.3.62
, cf. 4.486 ; ἐ. τὰ πρέμνα to cut the stumps out of the ground, Lys.7.19.3 ἐ. ἶνας cut away the sinews, and so, weaken, Pi.I.8(7).57 ;ἐ. ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.R. 411b
;ῥόδον ἐ. ῥίζης IG14.2040
: metaph., ἐλπίδας ἐξέταμες ib. 1362 ; 'nip in the bud',πάθος Alex.Trall.1.17
:—[voice] Pass.,ἐκτέμνεσθαι νοῦν καὶ λόγον Ph.1.17
.II castrate,παῖδας Hdt.6.32
, 8.105 ;ὄρχεις ἐ. S.Fr. 620
; eunuchs,Arist.
HA 518a31 ; ἐ. τὰ θήλεα circumcise females, Str.17.2.5, cf. 16.4.9 ([voice] Pass.).III=κείρειν, γῆς ἐκτεμνομένης D.H.9.57
(s. v.l.).IV ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ to disarm and deceive by kindness, Plb.30.30.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτέμνω
-
10 κλισία
κλισία, ἡ, ion. κλισίη, ein Ort, wo man sich hinlegen oder worauf man sich anlehnen kann; – 1) die Hütte, Lagerhütte, von leichterer Bauart als die Wohnhäuser, nicht um darin zu wohnen, sondern darin zu übernachten u. zu schlafen erbau't; also – a) im Kriege, Hütten, wie sie bei langwierigen Belagerungen von den Belagerern erbaut werden, zum Obdach für die Feldherren u. Krieger, zur Bewahrung der Gefangenen u. der Beute, von der σκηνή, die gew. aus Leinwand gemacht ist, unterschieden, mit Thüren, die verschlossen werden können; oft in der Il., vgl. über die Bauart bes. Il. 24, 450 ff., wo sie aus Balken gezimmert ist; dah. κλισίη εὔπηκτος, εὔτυκτος, Il. 9, 663. 10, 586; nach Od. 8, 501 werden sie beim Abziehen nicht abgebrochen, sondern verbrannt. – So auch Tragg.; Aesch. frg. 115; Soph. Ai. 190. 1385; κλισίαι ὁπλοφόροι Eur. I. A. 189. – b) im Frieden, die Hütten der Hirten, in welchen diese die Nacht auf dem Felde zubringen u. ihre Vorräthe u. Geräthschaften aufbewahren; auch das Haus des Eumäus, Od. 16, 159 u. öfter; auch = Laube, Luc. amor. 12. – 2) Lehnsessel, Lehnstuhl; τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔϑηκεν Od. 4, 123, ein Stuhl, der nachher κλισμός heißt; vgl. 19, 55. – Auch Tischlager, gepolsterter Sitz, auf dem man liegend die Mahlzeit einnahm; ἀπὸ κλισιάων ὦρτο Pind. P. 4, 133; Ath. XI, 474 d; auch die Sitzreihen, Ev. Luc. 9, 14; der Platz bei Tische, ἐλϑόντι νέμων κλισίαν ἄτιμον Plut. sept. sap. conv. 3 M., wie Ant. 59; κλ. ἄδοξος Ath. XII, 544 c. – Das Bett, Ehebett, ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν Eur. Alc. 997; κλισίαν λέκτρων δολίαν I. T. 857. – Das Liegen selbst, μετέβαλε τὸ σχῆμα τῆς κλισίας, ὕπτιον ἀνεὶς ἑαυτόν Plut. Sert. 26. – Nach Eust. wurde auch κλεισία geschrieben.
-
11 ἔμ-μετρος
ἔμ-μετρος, im Maaß, metrisch, poetisch; ἔμμετρόν τι εἰπεῖν Plat. Conv. 197 c; bei Isocr. 2, 7 ist dafür von Bekker μετὰ μέτρου hergestellt; τὸ σχῆμα τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄῤῥυϑμον Arist. Rhet. 3, 8; Sp., wie Ath. I, 4 d; ἔμμετροι ποιηταί Dem. 60, 9, epische u. tragische, an ein bestimmtes Versmaaß gebundene Dichter; – nach einem Maaß abgemessen, ebenmäßig, von richtigem Maaße, ἡδοναί, διάνοια, Plat. ἔμμ. ἔπαινος Legg. VII, 823 d; πευκίνων τετραγώνων πήχεις ἐμμέτρους τετρακιςμυρίους Pol. 5, 89, 1. – Adv. ἐμμέτρως, in Versen, Plut.; angemessen, δοκεῖ τῷ Πελοπι τὸ ὄνομα ἐμμέτρως κεῖσϑαι Plat. Crat. 395 c; abgemessen, mäßig, id. u. Sp.
-
12 δισκοειδης
-
13 εμμετρος
21) отмеренныйπευκίνων τετραγώνων πήχεις ἔμμετροι τετρακισμύριοι Polyb. — сорок тысяч пехиев четырехугольных сосновых брусьев
2) мерный, размеренный, т.е. стихотворный(τὸ σχῆμα τῆς λέξεως Arst.)
ἔμμετρα ἢ ἄμετρα λέγειν Arst. — говорить стихами или прозой3) умеренный, сдержанный(ἐν ἡδοναῖς Plat.)
4) пишущий стихотворными размерами(ποιηταί Dem.)
5) надлежащий, подходящий, своевременный(ἔπαινος καὴ ψόγος τινός Plat.)
-
14 εναρθρος
21) досл. расчлененный, перен. ясно выраженный, ясный(δόξαι, φωνή Plut. - ср. 2)
2) членораздельный(φωνή Diod.; τὸ σχῆμα τῆς φωνῆς Plut.)
-
15 ψαλις
1) ножницы(Arph.; ψαλίδεσσι καρῆναι Anth.)
2) кольцо или браслет Soph.3) свод, сводчатое строение(στενέ ψ. Soph.; ψ. προμήκης Plat.)
τὸ σχῆμα τῆς ψαλίδος Arst. — сводчатая форма4) аркаἡ καμφθεῖσα ψ. Diod. — подпорная арка
-
16 δυσδιάλυτος
δυσδιά-λῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιάλυτος
-
17 κατάκλισις
A making one to lie down, seating him at table, opp. ὑπανάστασις, Pl.R. 425b, Arist.EN 1165a28; ἡ κ. τοῦ γάμου the celebration of the marriage feast, Hdt.6.129.II (from [voice] Pass.) lying at table, sitting at meat, Arist.Pol. 1336b9,21; ; τὸ σχῆμα τῆς κ. Plu.2.679f, cf. Porph.Abst.2.61.c causing one to take to his bed, i. e. striking with disease, PMag.Par.1.2496.d Astrol., horoscope cast at the hour when a patient takes to his bed, Gal.19.529, Cat.Cod.Astr.1.20, 8(4).57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκλισις
-
18 κλισία
A place for lying down or reclining: hence,I hut, shed, booth, 1. for use in peace, cot, cabin, once in Il., 18.589, cf. Od.14.194, al.2 for use in war, hut, κ. εὔπηκτος, εὔτυκτος, Il.9.663, 10.566;κ. ὑψηλή 24.448
: freq. in pl., camp, 1.487, al.;πῦρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες Od.8.501
:—not common after Hom. ( σκηνή being used), B.12.135, etc.: used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr. 131, S.Aj. 190, 1407, E.IA 189: later with various meanings, Βάκχου κλισίαι, of wine-shops, IG14.889 ([place name] Sinuessa); εὐσεβέων κλισίη, of the grave, Epigr.Gr.237.4 (Smyrna, ii/i B.C.), cf. IG12(5).1104 (Syros, ii A.D.); chapel,ἡ κ. ἡ ἱερά BCH51.220
([place name] Thasos), cf. Arch.Pap.1.219, IG42(1).123.131 (Epid.); cf. κλεισία.II anything for lying or sitting upon, couch or easy chair, Od.4.123;κ. δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ 19.55
;ἐπ' ἀλλοτρίαν κ. ἐρχόμενος IG22.1368.74
.2 couch for reclining on at table, Pi.P.4.133 (pl.);ᾧ ξυνὴν εἶχον ἐγὼ κ. Call.Aet.1.1.8
; place on such couch,κ. ἄτιμος Plu.Ant.59
, 2.148f;κ. ἄδοξος Hegesand.18
.III company of people sitting at meals, Ev.Luc.9.14; banquet,εὐωχίαι τε καὶ κ. Onos.35.5
; room for company, Luc.Am.12.IV way of lying, decubitus, Hp.Epid.7.25;τὸ σχῆμα τῆς κ. Plu.Sert.26
. -
19 περιφερής
περιφερ-ής, ές,A revolving, ὢν δὲ π. (sc. ὁ ἐνιαυτὸς)τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ' ἀρχὴν ἔχει Hermipp.4
; π. ὀφθαλμοί rolling eyes, Luc.JTr.30.a of surfaces and lines,ἄκρον Hp.Art.7
;π. κύρτωμα Id.Epid.1.26
.α'; κύλικες Pherecr.143.5
;ἀσπίδες Ael.Tact.2.7
; τὰ στρογγύλα τε καὶ π. Hp.VC11; opp. εὐθύς, Pl.Prm. 137e, 138a, Arist.Ph. 248a12, al.; τὸ π. circularity, Id.AP0.73a39; but, circumference, Pl.R. 436e, Dsc.3.6, 48. Adv. - ρῶς in a rounded shape, Procl.Hyp.3.6.b of bodies, spherical, globular, Democr.164, Pl.Phd. 108e, Smp. 190b;π. τὸ σχῆμα τῆς γῆς Arist.Cael. 298a7
;π. σχηματισμός Epicur.Ep.2p.50U.
; [ σώματα] Phld.Mort.8 ([comp] Sup.); π. στέγαι domed, Demetr.Eloc. 13.c metaph., of style, rounded, D.H.Comp.22;τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια Id.Rh.10.13
.3 Adv. - ρῶς in a circle, Hero *Deff.5.2 Adv. - ρῶς disposed in a circle, Dsc.4.169.IV cf. Περφερέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφερής
-
20 ἠθοποιέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠθοποιέω
См. также в других словарях:
σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… … Dictionary of Greek
σχήμα — το, ατος 1. μορφή, όψη κάποιου πράγματος: Μου αρέσει το σχήμα αυτού του βιβλίου. 2. «γεωμετρικό σχήμα», τρίγωνο, τετράγωνο, κύκλος κτλ. 3. «σχήμα λόγου», ιδιορρυθμία λόγου είτε ως προς τη γραμματική συμφωνία των όρων της πρότασης είτε ως προς τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεφρίτης της Κίνας — Παραλλαγή του ορυκτού ιαδείτη, που είναι πυριτικό άλας του νατρίου και του αργιλίου. Βρίσκεται σε μορφή κροκαλών (αποστρογγυλωμένα χαλίκια), μαζί με μεταμορφωμένα πετρώματα. Ο ν. της Κ. είναι ινώδης και, χάρη στις ωραίες του αποχρώσεις και στην… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
συμπεριφοράς, ψυχολογική θεωρία της- — (γνωστή και με το διεθνή όρο «μπεχαβιορισμός» από το αγγλικό behavior = συμπεριφορά). Είναι η θεωρητική κίνηση που εγκαινίασε στην Αμερική ο Γουάτσον το 1913, και που προβάλλει ως μοναδικό και επαρκές αντικείμενο μελέτης της ψυχολογίας τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
ανακόλουθο σχήμα — Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο η συντακτική δομή του λόγου παρεκκλίνει από αυτήν που επιβάλλουν οι αρμόδιοι συντακτικοίκανόνες. H αντιγραμματική διαχείριση της συντακτικής πλοκής του λόγου συντείνει στη δραστικότερη απόδοση της σκέψης του… … Dictionary of Greek
Σούνδης, Νησιά της- — (Ντάνγκαλαν Σούντα, ινδονησιακά, Soenda Ellanden ολλανδικά). Νησιά των Νησιωτικών Ινδιών που, βρίσκονται μεταξύ Ινδικού ωκεανού στα Δ και στα Ν, Νότιας Κινεζικής θάλασσας στα Β, θάλασσας Aραφούρα στα ΝΑ και θαλλασσών Σούλου, Κελέβης, Μολούκων και … Dictionary of Greek
πλασμώδιο της ελονοσίας — Πρωτόζωο της τάξης των αιμοσποριδίων, της ομοταξίας των σπορόζωων. Είναι παράσιτο των ερυθρών αιμοσφαιρίων του ανθρώπινου αίματος και είναι η αιτία της ελονοσίας. Ο εξελικτικός του κύκλος, που αποκαλύφτηκε με τις περίφημες εργασίες του Ιταλού… … Dictionary of Greek
μπεκάτσα της θάλασσας — (macrommphosus scolopax). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των μακροραμφοειδών, της τάξης των συγγναθομόρφων. Το ψάρι αυτό, που έχει παράξενο σχήμα και μέσο μήκος 12 εκ., ζει στους λασπώδεις βυθούς των εύκρατων και θερμών θαλασσών και τρέφεται με… … Dictionary of Greek